ὀρνεόμαντις
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
-εως, ὁ, = Lat. augur or auspex, Sch.Ar.Av.718.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, der Vogelwahrsager, der Vogelzeichendeuter, Schol. Ar. Av. 718.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεόμαντις: ὁ, τὸ Λατιν. auspex, ὁ διὰ τῶν ὀρνέων μαντευόμενος, οἰωνοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 718. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
ὀρνεόμαντις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που προβλέπει το μέλλον από την παρατήρηση της πτήσης τών ορνέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μάντις.
Translations
augur
Albanian: faltore; Bulgarian: гадател, птицегадател, прорицател; Czech: : augur, ptakopravec; Dutch: waarzegger, wichelaar; Greek: μάντης; Ancient Greek: αὔγουρ, αὔσπιξ, οἰωνιστής, οἰωνόμαντις, οἰωνοπόλος, οἰωνοσκόπος, ὀρνεόμαντις; Esperanto: aŭguristo; Finnish: ennustaja, auguuri; French: augure; Galician: augur; Georgian: მისანი; German: Augur, Wahrsager, Hellseher; Hungarian: augur; Ido: auguristo; Irish: ágar; Italian: augure; Latin: augur, auspex; Macedonian: гатач, авгур; Maori: matakite, matatuhi; Persian: فالگیر, مروانیش; Polish: augur, wróżbita, wróżbitka; Portuguese: áugure; Russian: авгур, прорицатель; Scottish Gaelic: fiosaiche, eun-druidh; Spanish: augur; Turkish: falcı, kâhin