ἀποικιστέον
English (LSJ)
A one must send away, Paul.Aeg.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις ν’ ἀπομακρύνῃ τι, νὰ πέμψῃ ἀυτὸ μακράν, πόρρω τῆς ἀληθείας ἀποικιστέον Κλήμ. Ἀλ. 233.
A one must send away, Paul.Aeg.4.1.
ἀποικιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις ν’ ἀπομακρύνῃ τι, νὰ πέμψῃ ἀυτὸ μακράν, πόρρω τῆς ἀληθείας ἀποικιστέον Κλήμ. Ἀλ. 233.