ον,
A with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).
[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.
μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.