Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόκωπος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

μονόκωπον, with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n'a qu'une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρόκωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.