ἁγνιστήριον
English (LSJ)
τό,
A instrument of purification, Hero Spir.2.32.
German (Pape)
[Seite 17] τό, = ἁγνευτήριον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνιστήριον: τό, μέσον καθαρισμοῦ (πρβλ. περιρραντήριον), Ἥρων. 219.
τό,
A instrument of purification, Hero Spir.2.32.
[Seite 17] τό, = ἁγνευτήριον, Sp.
ἁγνιστήριον: τό, μέσον καθαρισμοῦ (πρβλ. περιρραντήριον), Ἥρων. 219.