περιρραντήριον
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τό,
A utensil for besprinkling, esp. whisk for sprinkling water at sacrifices, or vessel for lustral water, Hdt.1.51, Porph.Abst.2.27 (pl.):—written περιραντήριον in Inscrr., IG22.1641.38, 11(2).287 A 93 (Delos, iii B. C.), SIG253 ii 10 (Delph., iv B. C.).
II περιρραντήρια ἀγορᾶς = the parts of the marketplace sprinkled with lustral water, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. 3.176, Luc.Sacr.12, 13.
III = περίρρανσις, lustral besprinkling Ph.1.156, al., Luc.Pseudol.23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 vase d'eau lustrale pour les aspersions;
2 aspersion, ablution.
Étymologie: περιρραίνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιρραντήριον -ου, τό [περιρραίνω] vat voor reinigend water (bij offers). gewijde plaats.
German (Pape)
τό, Gefäß, Gerät zum Besprengen, bes. ein Wedel, Weihwasser oder anderes Wasser damit zu sprengen, Sprengwedel; das Gefäß für das Weihwasser, Sprengkessel, im plur., Her. 1.51 und Sp., wie Luc. sacrific. 12.13. Vgl. noch Aesch. 1.21 im Gesetz: ἐντὸς τῶν τῆς ἀγορᾶς περιρραντηρίων πορεύεσθαι.
Wikipedia DE
Ein Perirrhanterion, Mehrzahl Perirrhanteria (altgriechisch περιῤῥαντήριον perirrhantḗrion, von περιῤῥαίνειν perirrhaínein, deutsch ‚ringsum besprengen, benetzen‘), war eine antike Form des Weihwasserbeckens.
Das Perirrhanterion wurde zumeist aus Stein, vor allem aus Marmor, seltener aus Ton hergestellt. Manchmal hielten drei, seltener vier menschliche weibliche Figuren das Wasserbecken, manchmal wurde es von einem hohen Fuß getragen. Perirrhanteria wurden in verschiedenen Heiligtümern gefunden. In der Literatur wird das Perirrhanterion manchmal mit dem Luterion verwechselt.
Ein Zentrum der Herstellung tönerner Perirrhanterien war Korinth, wo diese Gefäßform vom Ende des 8. Jhs. v. Chr. bis in hellenistische Zeit produziert und auch exportiert wurden.
Russian (Dvoretsky)
περιρραντήριον: τό культ.
1 сосуд с очистительной водой, кропильница Her., Luc.;
2 окропленное, т. е. подвергнувшееся очищению место (περιρραντήρια ἀγορᾶς Aeschin.).
Wikipedia ES
Un perirranterio (en griego antiguo: περιρραντήριον perirranterion, plural perirranteria, de περί peri «alrededor» y ῥαίνω rhaino «rociar, limpiar») era una forma antigua de pila de agua bendita.
El perirranterio estaba hecho principalmente de piedra, sobre todo de mármol, más raramente de arcilla. A veces tres, más raramente cuatro, figuras humanas femeninas sostenían la pila de agua, a veces era sustentada por un pie alto. Se conoce de varios santuarios donde se encontraron perirranterios. Se encontró in situ un perirranterio de mármol en el exterior del pórtico de entrada al templo de Posidón en Istmia, con señales de desgaste por el roce de las manos de los fieles a los largo de los años.
En la literatura el perirranterio se confunde a veces con el luterio.
Un centro de producción de perirranteria de arcilla fue Corinto, donde se produjo y también se exportó este tipo de recipientes desde finales del siglo VIII a. C. hasta el período helenístico.
Wikipedia FR
Les perirrhanteria, du mot grec περίρραντήριον (« perirrhanterion », περί pour autour et αίνειν pour asperger), sont des bassins sur pied ayant une fonction cultuelle et destinés plus particulièrement à l’ablution rituelle. Il s’agit d’une forme de vase grec, proche du louterion.
Ils peuvent être le plus souvent en pierre, plus précisément en marbre, et localisés dans les sanctuaires grecs de la période archaïque et des périodes suivantes. Ils existent également mais plus rarement en céramique, comme le fameux perirrhanterion historié du site de l’Incoronata.
Un important centre de production de perirrhanteria était Corinthe, où cette forme apparaît à partir de la fin du VIIIe siècle av. J.-C., puis encore produit et exporté à l'époque hellénistique.
Wikipedia EL
Το περιρραντήριο (περί + ῥαίνειν) ήταν αρχαίο ελληνικό αγγείο που χρησίμευε στις λατρείες ως δεξαμενή αγιασμένου νερού. Ήταν κατασκευασμένο από λαξευτή πέτρα, μάρμαρο και σπανιότερα από ψημένο πηλό. Εξωτερικά ήταν διακοσμημένο με τρεις ή τέσσερις γυναικείες μορφές που το κρατούσαν, ενώ σπάνια το συναντάμε και με υψηλό πόδα. Έχει βρεθεί σε διάφορα ιερά. Δεν πρέπει να συγχέεται με το λουτήριο.
Greek Monolingual
το / περιρραντήριον, ΝΜΑ
1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό
2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο κάθε ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο νερό για το καθαρτήριο πλύσιμο τών πιστών
3. σκεύος με νερό εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια κατά τις θυσίες και ιεροτελεστίες
νεοελλ.-μσν.
το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η αγιαστούρα, το ραντιστήρι, η φωτιστήρα
αρχ.
1. η περίρρανσις, το ράντισμα γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. φρ. «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη της αγοράς που ραντίζονταν με νερό εξαγνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. απορραντήριον].
Greek Monotonic
περιρραντήριον: τό,
I. σκεύος για ράντισμα ή δοχείο για καθαρό, εξαγνισμένο νερό, Λατ. aspergillum, σε Ηρόδ.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τα μέρη της Ρωμ. αγοράς που ραντίζονται με εξαγνισμένο νερό, σε Νόμ. παρά Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
περιρραντήριον: τό, σκεῦός τι εἰς ῥαντισμοὺς χρήσιμον, ἰδίως θαλλοὶ διάβροχοι δι’ ὧν ἐρράντιζον οἱ νεωκόροι τοὺς εἰσερχομένους εἰς τὸν ναόν· διὰ τῶν θαλλῶν ἐρραντίζοντο καὶ τὰ θύματα· προσέτι ἀγγεῖον περιέχον ὕδωρ ἁγνισμοῦ, Λατ. aspergillum, Ἡρόδ. 1. 51, Λουκ. Ψευδολ. 23. ΙΙ. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τὰ μέρη τῆς ἀγορᾶς τὰ ῥαντιζόμενα δι’ ὕδατος ἁγνισμοῦ, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 2, πρβλ. 79. 2, Φίλων 1. 156, Λουκ. π. Θυσιῶν 12, 13, κτλ.· ἴδε ἐν λ. καθάρσιον.
Middle Liddell
περιρραντήριον, ου, τό, [from περιρραίνω
I. an utensil for besprinkling, or a vessel for lustral water, Lat. aspergillum, Hdt.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the forum sprinkled with lustral water, Lex ap. Aeschin.
Translations
aspergillum
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou