γενειόλης

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.

Greek (Liddell-Scott)

γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.