φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: γενειόλης | Medium diacritics: γενειόλης | Low diacritics: γενειόλης | Capitals: ΓΕΝΕΙΟΛΗΣ |
Transliteration A: geneiólēs | Transliteration B: geneiolēs | Transliteration C: geneiolis | Beta Code: geneio/lhs |
γενειόλου, ὁ, = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.
-ου, ὁ barbado epít. de Hermes, Call.Fr.199.1.
γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.