ταγηνίας

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pancake, Magn.1, Cratin.125, Metag.6, Nicopho 15.

German (Pape)

[Seite 1063] ὁ, = ταγηνίτης; Nicophon bei Ath. XIV, 645 c; Cratin. ib. 645 d.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνίας: ὁ, τηγανίτης, κοινῶς «τηγανίτα», Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. ταγηνίτης, τηγανίτης.