ον, (κουρεύω)
A unshaven, unshorn, EM120.28, Gloss.
[Seite 78] VLL., ungeschoren.
ἀκούρευτος: -ον, (κουρεύω) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ.