ον, (τέφρα)
A ash-coloured, Dsc.5.74, Ath.9.395e.
[Seite 856] in Asche, aschfarbig, Ath. IX, 395 c.
ἔντεφρος: -ον, (τέφρα) ἔχων χρῶμα τέφρας, τεφρόχρους, Διοσκ. 5. 84, Ἀθήν. 395C.