βοοσσόος
English (LSJ)
ον, (σεύω)
A driving oxen wild, of the gadfly, Nonn.D.11.191: contr., βουσσόον ὅν τε μύωπα . . καλέουσιν Call. Fr.46, cf. Cerc.8.2. II ox-driving, κέντρα Q.S.5.64, cf. Nonn.D.11.149, al. 2 = βοηλάτης 1, epith. of Hermes, ib.4.31.
German (Pape)
[Seite 453] (σεύω), Rinder treibend, κέντρα Qu. Sm. 5, 64; Ἑρμῆς Nonn. D. 4, 31 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βοοσσόος: -ον, (σεύω) ὁ ἐλαύνων, ἐρεθίζων τοὺς βοῦς, ἐπὶ τοῦ οἴστρου, Κόϊντ. Σμ. 5. 64· συνῃρ., βουσσόον, ὃν τε μύωπα… καλέουσιν Καλλ. Ἀποσπ. 46.