ἡλιάζω
English (LSJ)
A bake in the sun, [μάζας] Str.16.4.13, cf. Dieuch. ap. Orib.4.8.1:—Pass., bask in the sun, Arist.HA611b14; ferment, -άζεται ἡ β ληνός BGU1551.1,10 (iii B.C.); πολλάκις ὁ οἶνος -αζόμενος τελειοῦται τῇ κράσει καὶ τῇ δυνάμει Anon.Incred.17. II Pass.,= ἐξηλιάζομαι, LXX 2 Ki.21.14.