ἡλιάζω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A bake in the sun, (μάζας) Str.16.4.13, cf. Dieuch. ap. Orib.4.8.1:—Pass., bask in the sun, Arist.HA611b14; ferment, -άζεται ἡ β ληνός BGU1551.1,10 (iii B.C.); πολλάκις ὁ οἶνος -αζόμενος τελειοῦται τῇ κράσει καὶ τῇ δυνάμει Anon.Incred.17.
II Pass., = ἐξηλιάζομαι, LXX 2 Ki.21.14.
German (Pape)
[Seite 1160] 1) sonnen, im med. sich sonnen, Arist. H. A. 9, 5. – 2) ein Richter in der ἡλιαία sein, Heliast sein, ἡλιάζεις in dor. Form, Ar. Lys. 380; sonst im med., πεντώβολον (für 5 Obolen) ἡλιάσασθαι Equ. 795; mit einem Wortspiele Vesp. 772 ἢν ἐξέχῃ εἵλη, κατ' ὄρθρον ἡλιάσει πρὸς ἥλιον. Auch im Gesetz bei Dem. 24, 50, ἐάν τις όφείλων τῷ δημοσίῳ ἡλιάζηται, u. Lys. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
faire cuire au soleil;
Moy. ἡλιάζομαι se chauffer au soleil.
Étymologie: ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιάζω: ψήνω εἰς τὸν ἥλιον, μάζας Στράβ. 773. - Παθ., «’λιάζομαι», θερμαίνομαι ἐν τῷ ἡλίῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 5, 7∙ κρέμαμαι, ὡς τὸ ἐξηλιάζω, καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν Ἐβδ. (Β΄ Σαμ. κα΄, 14).