ον, (ὥρα)
A mature, AP9.563 (Leon.).
[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).
ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.