πολυαίματος
English (LSJ)
ον,
A full of blood, Emp.150, Ath.7.301f.
German (Pape)
[Seite 659] vollblütig; ἧπαρ, Empedocl. bei Plut. Symp. 5, 8, 2; θύννος, Ath. VII, 301 f, v. l. πολυκύματος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαίμᾰτος: -ον, πλήρης αἵματος, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε, Ἀθήν. 301F.