πολυκύματος
From LSJ
English (LSJ)
[κῡ], ον, swelling with many waves, Id.s.v. ἀκύμονος (πολυκαμ-cod.), EM545.15.
German (Pape)
[Seite 665] = πολυκύμων; Hesych.; v.l. für πολυαίματος θύννος Ath. VII, 301 f.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύματος (< κῦμα, κύματος), πρβλ. ακύματος].