ον,
A = περίωπος, A Fr.41.
[Seite 144] (ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.
ἀμφίσωπος: -ον, = περίωπος, περίοπτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. περιωπή.