βαρύπυκνος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A in the lower part of the πυκνόν (q.v.), φθόγγοι Aristid.Quint.3.10, Cleonid.Harm.4, etc.

German (Pape)

[Seite 434] bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύπυκνος: -ον, βαρὺς καὶ πυκνός, ἐπὶ τῶν μουσικῶν φθόγγων· «βαρύπυκνοι μὲν οὖν εἰσι πέντε οἵδε, ὑπάτη ὐπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση, νήτη διεζευγμένων» Εὐκλείδ. 6.