ἐπίτεκνος
English (LSJ)
ον,
A capable of bearing children, fruitful, Hp.Aph.5.62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτεκνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, γόνιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1255.
ον,
A capable of bearing children, fruitful, Hp.Aph.5.62.
ἐπίτεκνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, γόνιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1255.