γόνιμος
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
γόνιμον, also γονίμη, γόνιμον Hp. Vict.1.25, Isyll.53:—
A productive, fertile, fruitful, σπέρμα γόνιμον, opp. ἄγονον, Arist.HA523a25; κύημα γόνιμον Id.GA736a35; ᾠὰ γόνιμα, opp. ὑπηνέμια, ib.730a6; of women, Id.Pr.876b12; of the male, Id.HA546a2, al.; ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι εἶναι Hp.l.c.; γόνιμα μέλεα a parent's limbs, E.El.1209 (lyr.); γονίμη φλέψ = male genitalia AP6.218 (Alc.); γόνιμα μέρεα = generative organs, Aret.SD2.5: hence (metaph.), ἀπο τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθές Pl.Tht.150c; γ. ἢ ἀνεμιαῖον ib.151e; Νεῖλος γόνιμος, opp. πέλαγος, Lyr.Alex.Adesp.32.6, cf.Sammelb.2074 (Sup.). Adv. γονίμως, σπέρμα ἐν τῇ μήτρᾳ γ. κρατηθῆναι Porph.Gaur.2.2.
2 c. gen.rei, νέφος γόνιμον ὕδατος Arist.Mu.394a27, cf. Thphr. Ign.44, Ael.NA7.5: metaph., πηγαὶ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταται Longin.8.1.
3 metaph. of persons, ποιητὴς γόνιμος = poet of true genius, Ar.Ra.96; γονιμωτέρα γενέσθω ἡ γλῶσσα Luc.Rh.Pr.23.
b born in lawful wedlock, Man.6.56: metaph., ἀγαθὰ γόνιμα τῇ αὑτῶν φύσει Pl.R. 367d; γόνιμον ὕδωρ ποταμῶν, opp. νόθον, AP9.277 (Antiph.).
4 = βιώσιμος, viable, παιδίον Hp. Superf.4; ἔμβρυον Arist.HA583b31; βρέφη Ph.1.45.
5 favourable to generation, of uneven days, Pythagorean term, Plu.2.288c; of days in illness (because critical for life or death, Erot.s.v.), Hp. Epid.2.6.8, 2.5.12; γόνιμος μήν, γόνιμον ἔτος, ib.6.10.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Hp.Vict.1.25, Epid.2.6.8, AP 6.218 (Alc.Mess.); -α Isyll.53]
I sent. fís., rel. la procreación
1 de fetos, recién nacidos, etc. viable τὰ δίδυμα ... γόνιμα τε γίνεται ἅμα ἐς φάος Hp.Vict.1.31, cf. 1.26, τὰ ἐν ἑπτὰ τεσσαρακοντάσι τικτόμενα ... πλεῖστον ἀπέχει τῶν γονίμων παιδίων Hp.Oct.10.4, Ph.1.45, τὸ ἐπικύημα ... ἐπιτίκτει ὕστερον οὐ γ. Hp.Superf.1, cf. Arist.GA 736a35, γονίμαν δ' ἔλυσεν ὠδῖνα Isyll.l.c.
•subst. προέτεκον οὐ γόνιμα Hp.Superf.17.
2 fecundo, fértil ἐν τῇσιν ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι Hp.Vict.1.25, φύσις Pl.Lg.839a, op. ἄγονον: σπέρμα Arist.HA 523a25, τὸ εἶδος Plot.3.6.19, ᾠὰ γόνιμα op. ὑπηνέμια Arist.GA 730a6, de las mujeres ἡ τῶν ἀτέκνων καὶ γονίμων γυναικῶν ... πεῖρα Arist.Pr.876b12, del macho, Arist.HA 546a2, (ὁ θεός) τὸ μὲν ἄρρεν ... τὸ δὲ θῆλυ ἀποδείξας ... γόνιμον τὴν ὁμιλίαν αὐτῶν ἐποίησεν D.C.56.2.4
•fecundo, generativo, tanto materno como paterno πρὸς πέδῳ τιθεῖσα γόνιμα μέλεα de Clitemestra, E.El.1209, γ. φλέψ peneκειράμενος γονίμην τις ἄπο φλέβα AP l.c., γόνιμα μέρεα órganos genitales Aret.SD 2.5.1
•subst. neutr. plu. τὰ γόνιμα semen Hp.Oss.15, ἀνδράσι συγκοιμώμενοι ... πολλάκις ... τῶν γονίμων στερίσκονται Vett.Val.73.12
•sg. τὸ γόνιμον = fuerza generadora de Heracles πολὺ τὸ Δίϊον εἶχε καὶ τὸ γόνιμον Olymp.in Alc.156.14, οἱ φιλόσοφοι τὸν βίον τὸν ἀνθρώπειον θαλάττῃ ἀπεικάζουσιν διὰ τὸ ταραχῶδες καὶ γόνιμον καὶ ἁλμυρόν Olymp.in Grg.47.6, τῆς χώρας ὑμῶν τὸ γόνιμον Gr.Naz.M.35.1233C.
3 del agua, la tierra, etc. fructífero, productivo, que fecunda del Nilo con su limo τὴν σύγκρισιν εἴπατε ... πελάγους καὶ Νείλου γονίμου GDRK 3.6, cf. SB 2074, ὑδάτων γονίμων δαψιλεῖς ἐπομβρίας Vett.Val.386.25
•de hierbas medicinales útil Hp.Ep.10.2
•c. gen. productor, generador de νέφος ... γόνιμον ὕδατος Arist.Mu.394a27, θερμότης ... γ. ... ζῴων καὶ φυτῶν Thphr.Ign.44, ἅπαν ἦν γόνιμον ἡμέρων καρπῶν Luc.Am.12, ἡ γῆ ἡ Λίβυσσα ... θηρίων γ. Ael.NA 7.5
•metáf. πηγαί τινές εἰσιν αἱ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταται Longin.8.1.
4 productivo, generativo del número impar (ὁ περιττός) γ. γάρ ἐστι καὶ κρατεῖ τοῦ ἀρτίου συντιθέμενος Plu.2.288d
•ref. a tiempo y esp. del día crítico en la enfermedad o día en que los síntomas producen un efecto ἐν ἡμέρῃ γονίμῳ Hp.Epid.2.5.12, ἡ γονίμη (sc. ἡμέρα) Hp.Epid.2.5.15, ἔτει δὲ γονίμῳ Hp.Epid.2.6.8, γονίμῳ μηνί Hp.Epid.2.6.10
•interpr. como impar Erot.29.20, Hsch.
II fig.
1 de pers. o rel. actividades intelectuales fecundo, creativo, productivo μετ' ἀνδρῶν γονίμων βουλεύσασθαι Hp.Ep.1, ποιητής Ar.Ra.96, γ. ὁ λόγος καὶ τέλειός ἐστιν Corn.ND 16, cf. Olymp.in Alc.53.11, Marin.Procl.22, ἡ γλῶσσα Luc.Rh.Pr.23, σχολή D.C.38.28.2, ὁ δὲ τοῦ Διὸς (κύκλος) ... ἐν μὲν ἡμερίοις πνεύμασι γ. ὤν Aristid.Quint.122.5, πα[ρά] γουσίν τι γ. aportan algo productivo Phld.Cont.2.4
•subst. τὸ γόνιμον = fecundidad, creatividad τὸ ... εὐμαθὲς αὐτοῦ καὶ γ. τῆς ψυχῆς Marin.Procl.5.
2 auténtico εἴδωλον καὶ ψεῦδος ... ἢ γόνιμόν τε καὶ ἀληθές Pl.Tht.150c, γ. ποταμῶν ... ὕδωρ op. νόθον AP 9.277 (Antiphil.)
•legítimo παῖδα ... ἑτέρῳ δῶκεν ... ἀνδρί, ὃς ... ἶσον γονίμοισι τίεσκεν Man.6.56.
III adv. γονίμως = fértilmente σπέρμα ... ἐν τῇ μήτρᾳ γ. κρατηθῆναι Porph.Gaur.2.2.
German (Pape)
[Seite 501] ον, auch γονίμη, 1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig, μέλεα Eur. El. 1209; φλέψ, Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); ἡλικία Hippocr.; φύσις Plat. Legg. VIII, 839 a; ἄτεκνοι καὶ γόνιμοι γυναῖκες Arist. Probl. 4, 2; γόνιμα ᾠά stehen den ὑπηνέμια entgegen, gen. anim. 2, 5; übh. fruchtbar, γύαι poet. bei Plat. Ep. I, 310; ποιητής, schöpferisch, genial, Ar. Ran. 96; τινός, z. B. νέφος ὕδατος γόνιμον Arist. mund. 4; ἡ γῆ πολλῶν θηρίων γ. Ael. H. A. 7, 5; so oft übertr. Plut., z. B. ἡ γόνιμος ἁπάσης ἡδονῆς ἀκολασία de superst. 1. – 2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen, Arist. H. A. 7, 4, 5. 6. – 3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, Hippocr., an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend, Gegensatz ἄγονος. – 4) wie γνήσιος, ächt, wirklich, γόνιμον καὶ ἀληθές, Gegensatz εἴδωλον καὶ ψεῦδος, Plat. Theaet. 150 c; vgl. Rep. II, 367 d.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 capable d'engendrer, fécond ; γόνιμος τινός, capable de produire ou qui produit qch;
2 impair;
3 de naissance légitime ; légitime, de bon aloi, de bonne race.
Étymologie: γόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γόνιμος -η -ον, f. ook -ος γόνος met de voortplanting te maken hebbend
1. vruchtbaar, productief:; ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι op vruchtbare (d.w.z. geslachtsrijpe) leeftijd Hp. Vict. 1.25; met gen.. γόνιμον ἡμέρων καρπῶν rijk aan gecultiveerde vruchten Luc. 49.12; γονίμην φλέβα geslachtsorgaan, penis AP 6.218.1.
2. geneesk.
a. kritiek, cruciaal (van de fases van een ziekte). Hp.
b. levensvatbaar. Hp. Vict. 1.26.
3. overdr.
a. creatief, productief:. γόνιμος ποιητής = creatieve dichter Aristoph. Ran. 96.
b. echt, authentiek:. γόνιμόν τε καὶ ἀληθές iets wat authentiek en echt is Plat. Tht. 150c.
Russian (Dvoretsky)
γόνιμος:
1 плодотворный, плодородный, производительный (φύσις Plat.; αἱ καλαὶ ὧραι Arst.);
2 плодовитый (τράγοι Arst.);
3 способный к деторождению (γυναῖκες ἄτεκνοι καὶ γόνιμοι Arst.);
4 плодный (ᾠά Arst.);
5 жизнеспособный (ἔμβρυον Arst.);
6 исполненный творческих сил, талантливый (ποιητής Arph.);
7 чреватый, обильный (ἔχθρας γονιμώτατα πάθη Plut.): νέφος ὕδατος γόνιμον Arst. дождевое облако;
8 истинный, настоящий, подлинный (γ. καὶ ἀληθής Plut.);
9 детородный: γονίμη φλέψ Anth. membrum virile;
10 (по учению пифагорейцев), нечетный (ἀριθμός Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γόνιμος, -ον) γόνος
1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος
2. δημιουργικός, εφευρετικός
3. αποτελεσματικός
αρχ.
1. γνήσιος
2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος
3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών κ.λπ.) ευνοϊκός στη γέννηση ή κρίσιμος στην αρρώστια.
Greek Monotonic
γόνῐμος: -ονκαιη, ον (γονή),
1. παραγωγικός, καρποφόρος, εύφορος· γόνιμα μέλεα, τα μέλη του γονέα, σε Ευρ., με γεν. πράγμ. αλλά και με αιτ.
2. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, αυθεντικός, γνήσιος, σε Αριστοφ.· γόνιμον ὕδωρ, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
γόνῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. 347. 25·― παραγωγικός, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ παραγάγῃ, πεπροικισμένος μὲ παραγωγικὴν δύναμιν, καρποφόρος, εὔφορος, σπέρμα γ., ἀντίθ. τῷ ἄγονον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 22, 3 κ. ἀλλ.· οὕτω, κύημα γ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γ. 2. 3, 3· ᾠὰ γ., ἀντίθ. τῷ ὑπηνέμια, ὁ αὐτ. 1. 21, 9·― ἐπὶ γυναικῶν, ἀντίθ. τῷ ἄτεκνος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 11, πρβλ. Προβλ. 4. 2· ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 18 κ. ἀλλ.· ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι εἶναι Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γ. μέλεα, μέλη γονέως, Εὐρ. Ἠλ. 1209· ἐντεῦθεν (μεταφ.), τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθὲς Πλάτ. Θεαιτ. 150C· γ. ἢ ἀνεμιαῖον αὐτόθι 151Ε. 2) μ. γεν. πράγματος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 5, Θεόφρ. π. Πυρ. 44, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 7. 5· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., παράγων, ἱκανὸς εἰς τὸ παράγειν, ἀγαθά γ. τῇ αὑτῶν φύσει Πλάτ. Πολιτ. 367D. 3) μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ποιητής γ., ποιητὴς γνήσιος, ἀληθὲς ποιητικὸν ἔχων πνεῦμα, Ἀριστοφ. Βατρ. 96· οὕτως ἐπὶ τέκνων, = γνήσιος, Μανέθ. 6. 56· γ. ὕδωρ ποταμῶν, ἀντίθ. τῷ νόθον, Ἀνθ. Π. 9. 277. ΙΙ. κρίσιμος (μετ’ ἰατρ. σημασ.), καὶ ἑπομ. (μετὰ τοῦ ἡμέρα), περιττός, ἐπειδὴ κατὰ τὰς περιττὰς ἡμέρας αἱ ἀσθένειαι ἔρχονται εἰς κρίσιν, Ἱππ. 1046Β, C, κτλ.· οὕτω, γ. μήν, ἔτος ὁ αὐτ. 1053D κἑξ.· ἴδε Fo ës. Οἰκον.·― ἐντεῦθεν καθόλου, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, Πλούτ. 2. 288C.
Middle Liddell
γονή
1. productive, fruitful: γ. μέλεα a parent's limbs, Eur.
2. metaph. of persons, genuine, Ar.; γ. ὕδωρ Anth.
Mantoulidis Etymological
(=εὔφορος, παραγωγικός). Ἀπό τό γόνος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
fertile
Arabic: خَصِب; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר; Zazaki: mexel, xesad