φαγάνθρωπος
English (LSJ)
ον,
A = ἀνθρωποφάγος, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1249] = ἀνθρωποφάγος, Menschen fressend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγάνθρωπος: -ον, = ἀνθρωποφάγος, «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.
ον,
A = ἀνθρωποφάγος, Hsch., Phot.
[Seite 1249] = ἀνθρωποφάγος, Menschen fressend, VLL.
φᾰγάνθρωπος: -ον, = ἀνθρωποφάγος, «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.