ἀπαραφύλακτος
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not to be guarded against, Sch.Il.11.297. II (from Med.) careless, heedless, Sch.E.Hipp.657.
German (Pape)
[Seite 280] unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραφύλακτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀμελής, ἀπρόσεκτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. -τως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.