ἀπαραφύλακτος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not to be guarded against, Sch.Il.11.297.
II (from Med.) careless, heedless, Sch.E.Hipp.657.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imprevisto (ἄελλα) Sch.Il.11.297.
2 desprevenido εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.Hipp.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.
II adv. ἀπαραφυλάκτως
1 descuidadamente, desprevenidamente ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.
2 sin cuidado, sin escrúpulos ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe Eus.HE 4.7.7, cf. DE 1.6 (p.25.5).
German (Pape)
[Seite 280] unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραφύλακτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀμελής, ἀπρόσεκτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. ἀπαραφυλάκτως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος
μσν.
1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος
2. απρόσεκτος, αμελής.