ἑξάκλινος

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with six couches, also ἕξκλινος, EM346.14:—as Subst. ἑξάκλινον, τό, couch to hold six, Mart.9.59.9.

German (Pape)

[Seite 865] mit sechs Tischlagern, auch ἕξκλινος, E. M. u. Philem. lex.; τὸ ἑξάκλινον, Martial. 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάκλινος: -ον, ἔχων ἓξ κλίνας, ὡσαύτως ἕξκλινος, Ἐτυμ. Μ. 346. 14· ― ὡς οὐσιαστ. ἑξάκλινον, τό, τὸ ἀνάκλιντρον ἔχον ἓξ θέσεις, Martial. 9. 60.