δυσπερίτρεπτος
English (LSJ)
ον,
A hard to overturn, ἕδρα Gal.UP3.9. Adv. -τως Id.18(1).591.
German (Pape)
[Seite 687] schwer umzustoßen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπερίτρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.
ον,
A hard to overturn, ἕδρα Gal.UP3.9. Adv. -τως Id.18(1).591.
[Seite 687] schwer umzustoßen, Galen.
δυσπερίτρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.