δυσπερίτρεπτος

English (LSJ)

δυσπερίτρεπτον, hard to overturn, ἕδρα Gal.UP3.9. Adv. δυσπεριτρέπτως Id.18(1).591.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de doblar, sólido, tenso τὸ δέρμα Gal.3.109, cf. 912, δυσπερίτρεπτον τε καὶ τεταμένον καὶ σκληρὸν ... κατασκευάσαι τὸ ... πέλμα Gal.18(2).1016.
2 difícil de derribar, firme, seguro ἕδρα Gal.3.214, 215, οἶκος Sor.1.16.87.
II adv. -ως de manera difícil de volcar o caer Gal.18(1).591.

German (Pape)

[Seite 687] schwer umzustoßen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπερίτρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.