ἰσχυρόψυχος
English (LSJ)
ον,
A strong-souled, Hsch.s.v. λάσιον κῆρ.
German (Pape)
[Seite 1273] von starker Seele, Apoll. L. H. ἴφθιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόψῡχος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰν ψυχήν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰφθίμη.
ον,
A strong-souled, Hsch.s.v. λάσιον κῆρ.
[Seite 1273] von starker Seele, Apoll. L. H. ἴφθιμος.
ἰσχῡρόψῡχος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰν ψυχήν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰφθίμη.