δαιμονιόληπτος
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.
δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.