δαιμονόληπτος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονόληπτος: ὁ, =δαιμονιόληπτος καὶ δαιμονοληψία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ δαιμονόληπτος, -ον)
ο δαιμονιόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -ληπτος < λαμβάνω.