Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
όν, later form of συφορβός, Plb.12.4.6, D.H. 1.84 codd., Hsch.
συοφορβός: -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ συφορβός, Πολύβ. 12, 4, 6, Διον. Ἁλ. 1. 84 (Βατικ. Ἀντιγραφ.)· «συοφορβὸς· σῦς τρέφων» Ἡσύχ.