συοφορβός

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

όν, later form of συφορβός, Plb.12.4.6, D.H. 1.84 codd., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συοφορβός: -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ συφορβός, Πολύβ. 12, 4, 6, Διον. Ἁλ. 1. 84 (Βατικ. Ἀντιγραφ.)· «συοφορβὸς· σῦς τρέφων» Ἡσύχ.