ον,
A just taken, App.Mith.108.
[Seite 362] jüngst genommen.
ἀρτίληπτος: -ον, ὁ ἀρτίως ληφθείς, κυριευθείς, φρούρια ἀρτίληπτα Ἀππ. Μιθρ. 108.