ον,
A wonder-worthy, X.Mem.1.4.4 (Comp.), Callix.1, Aristeas 282.
[Seite 269] bewundernswerth, Xen. Mem. 1, 4, 4; App. civ. 1, 6.
ἀξιοθαύμαστος: -ον, ὁ ἄξιος θαυμασμοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1, 4, 4 (ἐν τῷ συγκρ.), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205C.