κυανόστολος
English (LSJ)
ον,
A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.
German (Pape)
[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.
ον,
A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.
[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.
κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.