αὐτονόητος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ νοούμενος, ἀφ’ ἑαυτοῦ δῆλος, σαφής, εὐνόητος, Τζέτζ. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 4. σ. 52, 23.