ον,
A without circumlocution, Eust.1941.59. Adv.ἀπερί-τως ib.1112.42.
ἀπερίφραστος: -ον, ὁ ἄνευ περιφράσεως, Εὐστ. 1941, 59. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1112. 42.