ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.