ἀκόντιον
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄκων (A),
A javelin, h.Merc.460, Hdt.1.34, Aen.Tact.29.6,8, al.
2 in plural, javelin-exercise, Pl.Lg.794c; also in sg., X.Eq.Mag. 1.21,25.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀκόντιν IPE 12.435 (Quersoneso Táurico, imper.)
I 1 venablo, jabalina κρανέϊνον ἀ. de Apolo h.Merc.460, cf. Acus.22.14, Arist.Rh.1393b17, Plu.2.174f, gener. para uso milit. ἀκόντια δὲ καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, cf. Aen.Tact.29.6.8, μέχρι ... ἀκοντίου βολῆς Th.5.65, cf. X.HG 4.5.15, ῥαβδία ἀκοντίων ID 104-28.B.b.17 (IV a.C.), ἀκόντια ἐκ φοίνικος Stud.Pal.22.92.4 (III a.C.), tb. para la caza θηρατικὰ ἀκόντια PTeb.793.8.2 (II a.C.).
2 vara o fusta para azuzar a las caballerías DP 15.17.
II 1 jabalina, lanzamiento de jabalina X.Eq.Mag.1.21, 25, Pl.Lg.794c.
2 agon. jabalina, certamen de jabalina, IG 12(6).183.9 (Samos II a.C.), IPE l.c.
III zool. cierta serpiente Fronto Ep.21.3, cf. ἀκοντίας.
German (Pape)
[Seite 77] τό, eigtl. dimin. von ἄκων, aber gebräuchlicher als dies, Wurssvieß, H. h. Merc. 460; Her. 1, 34 u. Folgende; ἀκοντίου βολή, Schußweite, wofür Xen. Hipp. 8, 10 kurz εἰς ἀκ. ἱκνεῖσθαι, zum Schuß herankommen, sagt.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
diminutif de ἄκων¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόντιον: τό метательное копье, дротик HH, Her.: ἀκοντίου βολή Thuc. дальность полета копья; εἰς ἀ. ἱκνεῖσθαι Xen. подойти на расстояние брошенного копья; διδάσκαλος ἀκοντίων Plat. учитель копьеметания.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκων, ἀκόντιον, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 460, Ἡρόδ. 1. 34, καὶ ἀλλ. 2) πληθ., ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Νόμ. 794C.
Greek Monotonic
ἀκόντιον: τό, υποκορ. του ἄκων, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
[Dim. of ἄκων, Hhymn., Hdt., etc.]
Mantoulidis Etymological
(=δόρυ). Ὑποκοριστικό τοῦ ἄκων ἀπό τή λέξη ἀκή (=αἰχμή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀκμή. Ἀπό τη λέξη ἀκόντιον παράγονται οἱ λέξεις: ἀκοντίζω, ἀκόντισις, ἀκόντισμα, ἀκοντισμός, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστικός, ἀκοντιστύς -ύος (=ἀγώνας ἀκοντίου).
Lexicon Thucydideum
iaculum, javelin, dart, 2.4.3, 4.32.4, 4.34.1, 5.65.2, 7.70.5.