ον,
A upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.
ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.