δικόρυφος

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A two-peaked, δ. πλάξ, of Parnassus, E.Ba.307; λάμπουσα πέτρα . . δ. σέλας Id.Ph.227 (lyr.); κλειτύς Limen.2.    2 with two crowns, of the hair on the head, Arist.HA491b7, Poll.2.43.    3 with two tops, ἐνθέματα Gp.10.75.7.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρῠφος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορυφάς, δ. πλάξ, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 307· οὕτω, λάμπουσα πέτρα… δ. σέλας ὁ αὐτ. Φοιν. 227· πρβλ. δίλοφος. 2) ἔχων δύο κορυφὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν· τοῦτο δ’ ἐνίοις διπλοῦν ἐστι· γίνονται γάρ τινες δικόρυφοι οὐ τῷ ὀστῷ, ἀλλὰ τῇ τριχῶν λισσώσει Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 7, 4, Πολυδ. Β’, 43.