ὁλόλιθος
English (LSJ)
ον,
A of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.
German (Pape)
[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.
ον,
A of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.
[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.
ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.