ὁλόλιθος

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόλῐθος Medium diacritics: ὁλόλιθος Low diacritics: ολόλιθος Capitals: ΟΛΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: holólithos Transliteration B: hololithos Transliteration C: ololithos Beta Code: o(lo/liqos

English (LSJ)

ὁλόλιθον, of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.

German (Pape)

[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.