ον,
A difficult to construct, χώματα J.BJ5.9.2.
[Seite 679] schwer zu thun, K. S.
δυσέργαστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.