φιλέορτος
English (LSJ)
ον,
A fond of feasts, εἰρήνη Ar.Th.1147 (lyr.); Σύροι Hdn.2.7.9.
German (Pape)
[Seite 1276] Feste liebend, Freund von Festen, Feiertagen, εἰρήνη Ar. Th. 1147.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέορτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἑορτάς, εἰρήνη Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 1147.