ον,
A with bloodless flesh, of the cicada, Anacreont. 43.17.
[Seite 189] Fleisch ohne Blut habend, τέττιξ Anacr. 32, 17.
ἀναιμόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ἄναιμον σάρκα, περὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνακρεόντ. 43. 17 (κατ’ ἄλλην γραφ. ἄναιμ’ ἄσαρκε).