κατάσκεπος

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A v. κατάσκοπος 11.

German (Pape)

[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.