κατάσκεπος
English (LSJ)
ον,
A v. κατάσκοπος 11.
German (Pape)
[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.
ον,
A v. κατάσκοπος 11.
[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.
κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.