ον,
A black-skinned, Id.HA517a14.
[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.
μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.