ον,
A laborious, πόνοι Ph.1.646. II ἔναθλον, τό, contest, in pl., dub. in IG7.2532.
[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.
ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.