ἀκολάκευτος
English (LSJ)
ον,
A not liable to flattery, οὐσία, τροφή, Pl.Lg.729a, Them.Or.6.97b; not pampered, σώματα Max.Tyr.23.1. II Act., not flattering, λόγοι Id.31.6; θεραπεία Jul.Or.2.86b; ψῆφος Them.Or.2.27b. Adv. -τως Cic.Att.13.51.1, Ph.1.449.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολάκευτος: -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. οὕτως ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.