ον,
A that cannot go astray or err, LXX Jb.12.20, Babr.50.20, POxy.237 vi30 (ii A. D.).
[Seite 292] = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.
ἀπλάνητος: -ον, ὁ μὴ παραπλανώμενος ἢ ἀπατώμενος, Βαρβ. 50, 20, Ἐκκλ.